- παλατιανός
- -ή, -ό (Μ παλατιανός, -ή, -όν) [παλάτιον]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παλάτι ή αυτός που ανήκει στην υπηρεσία τών ανακτόρων, ανακτορικός, αυλικός2. το αρσ. ως ουσ. μέλος τής βασιλικής ή ανακτορικής αυλής.
Dictionary of Greek. 2013.